- πενθημιμερές
- πενθημιμερήςconsisting of five halvesmasc/fem voc sgπενθημιμερήςconsisting of five halvesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πενθημιμερής — ές, ΝΑ 1. αυτός που αποτελείται από πέντε μισά, δηλ. δυόμισυ ολόκληρα μέρη 2. φρ. «τομή πενθημιμερής» (μετρ.) τομή που τέμνει τον στίχο στο πέμπτο ημιπόδιο, δηλ. υυ / υυ / αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ πενθημιμερές οι πρώτοι δυόμισυ πόδες τού στίχου.… … Dictionary of Greek